φυτοπλαγκτόν

φυτοπλαγκτόν
το, Ν
βιολ. το σύνολο τών φυτικών υδρόβιων οργανισμών, μικροσκοπικού συχνά μεγέθους, οι οποίοι επιπλέουν ελεύθερα και παρασύρονται παθητικά από τα υδάτινα ρεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytoplankton].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • εαρινές ανθίσεις — Μία από τις δύο κατηγορίες ταχύτατων εποχιακών ποσοτικών αυξήσεων που παρατηρούνται στους μικροσκοπικούς φυτικούς οργανισμούς, οι οποίοι αποτελούν το φυτοπλαγκτόν (η άλλη συμβαίνει κατά το φθινόπωρο). Οι ε.α. οφείλονται σε ανοδικά ρεύματα που… …   Dictionary of Greek

  • Plancton — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar …   Wikipedia Español

  • μικροφαγία — η βιολ. τρόπος διατροφής ζωικών οργανισμών οι οποίοι τρέφονται με μικροσκοπικές σε σχέση με το μέγεθός τους σωματιδιακές τροφές, όπως είναι λ.χ. το φυτοπλαγκτόν, τα πρωτόζωα, τα σπόρια τών μυκήτων κ.ά …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • κάπουλος — (Capulus). Γένος προσωβραγχίων γαστεροπόδων μαλακίων που ζουν στη Μεσόγειο θάλασσα και στον Ατλαντικό ωκεανό. Περιλαμβάνει μικρούς οργανισμούς με κωνικό όστρακο, το οποίο καταλήγει σε μυτερή κορυφή και έχει μεγάλο άνοιγμα. Το χρώμα τους είναι… …   Dictionary of Greek

  • καταναλωτές — (Βιολ.).Οι οργανισμοί που τρέφονται με άλλους οργανισμούς. Χωρίζονται σε πρωτογενείς κ., οι οποίοι τρέφονται με ζωντανούς φυτικούς οργανισμούς, και σε δευτερογενείς, τριτογενείς κλπ., που τρέφονται με άλλους κ. Στο θαλάσσιο περιβάλλον, για… …   Dictionary of Greek

  • κλαδοκεραιωτά ή κλαδόκερα — (cladocera). Τάξη καρκινοειδών της ομοταξίας των βραγχιοπόδων, η οποία περιλαμβάνει πολύ μικρά υδρόβια αρθρόποδα. Τα κ. υπάγονται στην ομάδα των φυλλοπόδων, λόγω του ότι οι κεραίες τους –τις οποίες χρησιμοποιούν για τη μετακίνησή τους– έχουν τη… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτό — Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”